- καταντρέπομαι
- ντρέπομαι πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταντρέπομαι — καταντράπηκα, ντρέπομαι υπερβολικά, αισχύνομαι, καταντροπιάζομαι: Καταντρέπομαι να τον συναντήσω έπειτα απ όσα έγιναν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)